νοσακερός

νοσακερός
νοσακερός
liable to sickness
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νοσακερός — νοσακερός, ά, όν (Α) φιλάσθενος. επίρρ... νοσακερῶς (Α) (κατά τον Φώτ.) «μαλακῶς, νοσωδῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κωμική που έχει σχηματιστεί από το νόσος με την εκφραστική παρέκταση ακ + κατάλ. ερός (πρβλ. διψακ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • νοσακερά — νοσακερός liable to sickness neut nom/voc/acc pl νοσακερά̱ , νοσακερός liable to sickness fem nom/voc/acc dual νοσακερά̱ , νοσακερός liable to sickness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσακερόν — νοσακερός liable to sickness masc acc sg νοσακερός liable to sickness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσακεροῖς — νοσακερός liable to sickness masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσακεροί — νοσακερός liable to sickness masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσακερῶς — νοσακερός liable to sickness adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσακερώτερα — νοσακερός liable to sickness neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”